- μούντζωμα
- τοτο να κάνει κάποιος μούντζες, να φασκελώνει: Άρχισαν στα μουντζώματα τον εργοστασιάρχη μόλις μίλησε για απολύσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μούντζωμα — και μούτζωμα, το (Μ μούντζωμα και μούζωμα) [μουντζώνω] νεοελλ. 1. το να μουντζώνει κάποιος, το να κάνει υβριστική χειρονομία με ανοιχτή την παλάμη και τεντωμένα τα δάχτυλα, φασκέλωμα 2. μτφ. εγκατάλειψη λόγω περιφρόνησης μσν. μαυρίλα, μουντζούρα … Dictionary of Greek
μούτζωμα — το βλ. μούντζωμα … Dictionary of Greek
φασκέλωμα — το, ατος μούντζωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)